Πώς επιβίωσε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ο μοναδικός θεσμός του Βυζαντίου που παραμένει ακόμη ζωντανός, σε μια κλασική σύνθεση από τον Στίβεν Ράνσιμαν που διαβάζεται σαν μυθιστόρημα
Tο κλασικό έργο του Στίβεν Ράνσιμαν Η Μεγάλη Εκκλησία εν αιχμαλωσία:Μια μελέτη για το Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως από την παραμονή της Αλωσης της Πόλης μέχρι και την Επανάσταση του 1821είναι έργο εντυπωσιακής έκτασης και συνθετικής ικανότητας, μεγάλης εμβρίθειας και ευαισθησίας. Κυκλοφόρησε για πρώτη φορά στη Βρετανία το 1968 και γνώρισε έκτοτε αλλεπάλληλες επανεκδόσεις ως τις ημέρες μας. Την εποχή που εκδόθηκε υπήρξε ένα έργο πρωτοπόρο- η πρώτη απόπειρα σε τέτοια κλίμακα να φωτισθεί μια κρίσιμη περίοδος της ιστορίας του μοναδικού θεσμού του Βυζαντίου που παραμένει ακόμη ζωντανός. Στη Βρετανία το βιβλίο έγινε δεκτό μέσα σε ένα κλίμα θετικό για τις βυζαντινές σπουδές, στη δημιουργία του οποίου είχε συμβάλει αποφασιστικά και ο ίδιος ο Ράνσιμαν με τα παλαιότερα βιβλία του.
Παράλληλα η επαφή ενός μεγάλου μέρος του κοινού με τη βυζαντινή τέχνη της εικόνας και με σημαντικούς εκπροσώπους της ρωσικής θεολογίας της Διασποράς το είχε εξοικειώσει με την Ορθοδοξία και την εναλλακτική χριστιανική της πνευματικότητα. Η ιστορία λοιπόν του θεσμού που αποτελούσε πάντοτε το ορατό κέντρο της Ορθοδοξίας ήταν επόμενο να προκαλέσει έντονο ενδιαφέρον εκεί.
Tο κλασικό έργο του Στίβεν Ράνσιμαν Η Μεγάλη Εκκλησία εν αιχμαλωσία:Μια μελέτη για το Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως από την παραμονή της Αλωσης της Πόλης μέχρι και την Επανάσταση του 1821είναι έργο εντυπωσιακής έκτασης και συνθετικής ικανότητας, μεγάλης εμβρίθειας και ευαισθησίας. Κυκλοφόρησε για πρώτη φορά στη Βρετανία το 1968 και γνώρισε έκτοτε αλλεπάλληλες επανεκδόσεις ως τις ημέρες μας. Την εποχή που εκδόθηκε υπήρξε ένα έργο πρωτοπόρο- η πρώτη απόπειρα σε τέτοια κλίμακα να φωτισθεί μια κρίσιμη περίοδος της ιστορίας του μοναδικού θεσμού του Βυζαντίου που παραμένει ακόμη ζωντανός. Στη Βρετανία το βιβλίο έγινε δεκτό μέσα σε ένα κλίμα θετικό για τις βυζαντινές σπουδές, στη δημιουργία του οποίου είχε συμβάλει αποφασιστικά και ο ίδιος ο Ράνσιμαν με τα παλαιότερα βιβλία του.
Παράλληλα η επαφή ενός μεγάλου μέρος του κοινού με τη βυζαντινή τέχνη της εικόνας και με σημαντικούς εκπροσώπους της ρωσικής θεολογίας της Διασποράς το είχε εξοικειώσει με την Ορθοδοξία και την εναλλακτική χριστιανική της πνευματικότητα. Η ιστορία λοιπόν του θεσμού που αποτελούσε πάντοτε το ορατό κέντρο της Ορθοδοξίας ήταν επόμενο να προκαλέσει έντονο ενδιαφέρον εκεί.
Η πνευματική ταυτότητα
Η κύρια είσοδος στην αυλή του Πατριαρχείου σε φωτογραφία του 1920. Μπροστά στην κλειστή πύλη του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄ κλητήρες περιμένουν επισήμους. (Από το λεύκωμα του Κώστα Σταματόπουλου «Κωνσταντινούπολις- Η Πόλη μέσα από τον φωτογραφικό φακό του Αχιλλέως Σαμαντζή και του Ευγενίου Δαλεζίου»,Εκδόσεις U.Αllemandi)
Το έργο απευθύνεται στον δυτικό αναγνώστη που δεν γνωρίζει πολλά για το Βυζάντιο. Ξεκινά με μιαν εκτενή αναδρομή στην ιστορία του θεσμού, ο οποίος από ταπεινή επισκοπή μιας μικρής επαρχιακής πόλης, του Βυζαντίου, μεταλλάχθηκε στο πανίσχυρο πατριαρχείο της λαμπρής πρωτεύουσας της εκχριστιανισμένης αυτοκρατορίας, για να βρεθεί μετά το σχίσμα των εκκλησιών στην πρωτοκαθεδρία του ορθόδοξου κόσμου, με ακτινοβολία εντός και εκτός των συνόρων. Αναλύεται η οργανωτική του δομή, το πλήρες πλέγμα των σχέσεών του με το κράτος, καθώς και με τις άλλες χριστιανικές εκκλησίες. Έμφαση δίνεται στη διαμόρφωση της ιδιαίτερης ορθόδοξης πνευματικής ταυτότητας μέσα από τη φιλοσοφική και τη θεολογική σκέψη, όπως και στη σταδιακή διαφοροποίηση και απομάκρυνση Ανατολής και Δύσης. Το κυρίως θέμα του έργου εισάγεται με μια πιο εκτενή ανάλυση της κατάστασης στη φθίνουσα αυτοκρατορία λίγο πριν από την Άλωση, η οποία βρήκε το Οικουμενικό Πατριαρχείο σε διάλυση, αποξενωμένο από το ορθόδοξο ποίμνιό του εξαιτίας της αντιπαθούς όσο και άκαρπης φιλοδυτικής πολιτικής των τελευταίων Παλαιολόγων.
Οπως ο ίδιος ο συγγραφέας επισημαίνει, η ιστορία του Πατριαρχείου κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας στερείται ένδοξων σελίδων και ηρωισμού. Με το έργο του προσφέρει στον αναγνώστη μιαν εντυπωσιακή κατάδυση στην ανοίκεια, συχνά πικρή αλλά και συναρπαστική, πραγματικότητα της εποχής. Πρόκειται για την ταπεινή ιστορία της θαυμαστής επιμονής και επιβίωσης ενός μακραίωνου θεσμού κάτω από αντίξοες συνθήκες. Υπό τον ζυγό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας το Πατριαρχείο αναγκάζεται να αναλάβει για πρώτη φορά διοικητικά καθήκοντα, με τον Οικουμενικό Πατριάρχη εκπρόσωπο ενός γένους πολιτών δευτέρας κατηγορίας. Ισορροπεί με δυσκολία ανάμεσα στην παραδοσιακά βυζαντινή και στη νέα ελληνική του συνείδηση, ανάμεσα στην οικουμενικότητα του προορισμού του και στον αναδυόμενο εθνικισμό, ανάμεσα στην ορθόδοξη αποφατική θεολογική του παράδοση και στον δογματικό σχολαστικισμό των Δυτικών, ανάμεσα τέλος στον σεβασμό που πάντοτε ενέπνεε και στον αντικληρικαλισμό του επερχόμενου Διαφωτισμού. Είναι υποχρεωμένο, όπως δείχνει ο Ράνσιμαν, να κινείται με προσοχή μέσα σε έναν δυναμικά μεταβαλλόμενο σχηματισμό πόλων εξουσίας που περι λαμβάνουν μεταξύ άλλων τον Σουλτάνο και την οθωμανική διοίκηση, τη νέα τάξη των πλουσίων ελλήνων εμπόρων που εξελίχθηκε σύντομα στην κλειστή κάστα των φαναριωτών υποδούλων ευγενών, τους διάφορους ορθόδοξους ηγεμόνες και ηγεμονίσκους, τις πρεσβείες ισχυρών δυτικών κρατών, τις εκκλησίες των άλλων χριστιανικών δογμάτων, δηλαδή των ρωμαιοκαθολικών, των λουθηρανών, των αγγλικανών, ακόμη και των καλβινιστών.
Ο ρόλος των Φαναριωτών
Είναι γεγονός ότι στα 42 χρόνια που έχουν περάσει από τη συγγραφή του το βιβλίο δείχνει σημεία παλαιότητος και όχι μόνο ως προς το πρωτογενές υλικό. Η χρήση, π.χ., της έννοιας του «μιλέτ» για την περιγραφή της ενσωμάτωσης των θρησκευτικών μειονοτήτων στο οθωμανικό κράτος θα εθεωρείτο από έναν σύγχρονο οθωμανολόγο αναχρονιστική και παραπλανητική. Αλλα τμήματα του βιβλίου, όμως, όπως π.χ. η ιστορία των εκτενών επαφών του Πατριαρχείου με τους αγγλικανούς τον 16ο και τον 17ο αιώνα ή η εκτενής ανάλυση του καθοριστικού ρόλου των Φαναριωτών στη μετάλλαξη του Πατριαρχείου από εκπρόσωπο του ορθόδοξου κόσμου σε εθναρχία του ελληνικού γένους, εξακολουθούν να είναι χρήσιμα στον ειδικό. Πέρα όμως από τη ματιά του ιστορικού, ο Ράνσιμαν προσφέρει ένα κείμενο που καθηλώνει τον αναγνώστη, ειδικό ή μη.
Πατριάρχες, βεζίρηδες, ιησουίτες, γενίτσαροι, πρέσβεις, έμποροι, κληρικοί, τυχοδιώκτες, λόγιοι, κατάσκοποι, τυπογράφοι και άλλοι πολλοί- όλοι με τις αδυναμίες και τις ικανότητές τους, τα λάθη και τις επιτυχίες τους, τις ιδιοτελείς ή τις υψηλόφρονες επιδιώξεις τους- είναι οι ήρωες και οι αντιήρωες της ιστορίας. Συνθέτουν έναν πολύχρωμο κόσμο που προβάλλει ανάγλυφος μέσα από το απαράμιλλο συγγραφικό χάρισμα του Ράνσιμαν, ο οποίος ξέρει να διανθίζει την αφήγησή του με τις χυμώδεις εκείνες ανεκδοτολογικές λεπτομέρειες που δίνουν την ατμόσφαιρα της εποχής. Με την ειλικρινή του συμπάθεια ή άλλοτε με τη χαρακτηριστική ειρωνεία του, ξέρει να κρατάει μια λεπτή ισορροπία ανάμεσα στο ανάλαφρο και στο ουσιαστικό, χωρίς όμως ποτέ να χάνει την ευρύτερη ιστορική του προοπτική.
Η οικονομική εξαθλίωση των ορθοδόξων, το χαμηλό επίπεδο της παιδείας τους, η αμφίβολη ηθική τους ακεραιότητα, έκδηλη στην τάση τους για δολοπλοκίες και χρηματισμό, στάθηκαν πολλές φορές εμπόδιο για την επίτευξη των στόχων τους. Είναι καταστάσεις που ηχούν οδυνηρά οικείες στη σημερινή Ελλάδα. Οσο και αν έχουμε προσπαθήσει να τις διαγράψουμε από την ιστορική μας μνήμη, δεν επιτύχαμε προφανώς να τις απαλείψουμε από την καθημερινή μας ζωή. Στην προσπάθειά μας όμως να εξωραΐσουμε το παρελθόν μας απορρίπτουμε έναν ολόκληρο κόσμο μνήμης, συναισθήματος και εμπειρίας και γινόμαστε έτσι ακόμη φτωχότεροι από πριν. Το συναρπαστικό αφήγημα του Στίβεν Ράνσιμαν είναι ιδανικός τρόπος για να επαναπροσεγγίσουμε τις εξόριστες αυτές ιστορικές μνήμες. Κάποιες αδεξιότητες της μετάφρασης στερούν όμως από την ελληνική έκδοση μέρος της γοητείας του πρωτοτύπου.
Σερ Στίβεν Ράνσιμαν: Ο τελευταίος θρύλος
Ο βρετανός ιστορικός και συγγραφέας σερ Στίβεν Ράνσιμαν (1903-2000) υπήρξε ένας από τους τελευταίους θρύλους της βυζαντινολογίας. Τα βιβλία του εξακολουθούν και στις ημέρες μας να μυούν στον κόσμο του Βυζαντίου ένα ευρύτερο καλλιεργημένο κοινό μεταδίδοντας μιαν εικόνα θετική για τη συχνά παραγνωρισμένη περίοδο της αυτοκρατορίας της Κωνσταντινούπολης. Αντίθετα όμως με ορισμένους σύγχρονους, «διαφημιστές» του Βυζαντίου, ο Ράνσιμαν ήταν πάνω απ΄ όλα ένας πρωτότυπος ιστορικός.
Εκπρόσωπος μιας κατάστασης πραγμάτων που έχει πια εκλείψει στις ημέρες μας, ο Στίβεν Ράνσιμαν αγάπησε την Ελλάδα όταν, σε ηλικία επτά ετών και αφού είχε ήδη διδαχθεί τα γαλλικά και τα λατινικά, προτίμησε να μάθει ελληνικά αντί γερμανικά. Με τους δύο του γονείς μέλη ταυτοχρόνως του βρετανικού κοινοβουλίου και έχοντας απολαύσει τα προνόμια της- επικεντρωμένης στους κλασικούςβρετανικής εκπαίδευσης της εποχής, ο Ράνσιμαν σπούδαζε στο Κέιμπριτζ όταν αποφάσισε να αφιερωθεί στη μελέτη της βυζαντινής περιόδου. Τον γοήτευσαν η πρωτοτυπία και η ιδιομορφία του ίδιου του βυζαντινού κόσμου, η οργάνωση, η εκλέπτυνση, η τέχνη και η πνευματικότητά του, ίσως και ο κάποιος εξωτισμός του.
Πιστός στην καλύτερη παράδοση των βρετανών περιηγητών, ο Ράνσιμαν ταξίδεψε πολύ σε μια εποχή που ο τουρισμός δεν είχε ακόμη εφευρεθεί. Συνάντησε ανθρώπους μυθικούς, από τον Ελευθέριο Βενιζέλο ως τον Που Γι, τον τελευταίο αυτοκράτορα της Κίνας, και τα ταξίδια του αποτελούσαν πηγή συναρπαστικών αφηγήσεων με τις οποίες αιχμαλώτιζε τον συνομιλητή του, όπως ακριβώς τα βιβλία του αιχμαλωτίζουν ακόμη και σήμερα τον αναγνώστη.
tovima.
Διαβάστε περισσότερα...
Η κύρια είσοδος στην αυλή του Πατριαρχείου σε φωτογραφία του 1920. Μπροστά στην κλειστή πύλη του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄ κλητήρες περιμένουν επισήμους. (Από το λεύκωμα του Κώστα Σταματόπουλου «Κωνσταντινούπολις- Η Πόλη μέσα από τον φωτογραφικό φακό του Αχιλλέως Σαμαντζή και του Ευγενίου Δαλεζίου»,Εκδόσεις U.Αllemandi)
Το έργο απευθύνεται στον δυτικό αναγνώστη που δεν γνωρίζει πολλά για το Βυζάντιο. Ξεκινά με μιαν εκτενή αναδρομή στην ιστορία του θεσμού, ο οποίος από ταπεινή επισκοπή μιας μικρής επαρχιακής πόλης, του Βυζαντίου, μεταλλάχθηκε στο πανίσχυρο πατριαρχείο της λαμπρής πρωτεύουσας της εκχριστιανισμένης αυτοκρατορίας, για να βρεθεί μετά το σχίσμα των εκκλησιών στην πρωτοκαθεδρία του ορθόδοξου κόσμου, με ακτινοβολία εντός και εκτός των συνόρων. Αναλύεται η οργανωτική του δομή, το πλήρες πλέγμα των σχέσεών του με το κράτος, καθώς και με τις άλλες χριστιανικές εκκλησίες. Έμφαση δίνεται στη διαμόρφωση της ιδιαίτερης ορθόδοξης πνευματικής ταυτότητας μέσα από τη φιλοσοφική και τη θεολογική σκέψη, όπως και στη σταδιακή διαφοροποίηση και απομάκρυνση Ανατολής και Δύσης. Το κυρίως θέμα του έργου εισάγεται με μια πιο εκτενή ανάλυση της κατάστασης στη φθίνουσα αυτοκρατορία λίγο πριν από την Άλωση, η οποία βρήκε το Οικουμενικό Πατριαρχείο σε διάλυση, αποξενωμένο από το ορθόδοξο ποίμνιό του εξαιτίας της αντιπαθούς όσο και άκαρπης φιλοδυτικής πολιτικής των τελευταίων Παλαιολόγων.
Οπως ο ίδιος ο συγγραφέας επισημαίνει, η ιστορία του Πατριαρχείου κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας στερείται ένδοξων σελίδων και ηρωισμού. Με το έργο του προσφέρει στον αναγνώστη μιαν εντυπωσιακή κατάδυση στην ανοίκεια, συχνά πικρή αλλά και συναρπαστική, πραγματικότητα της εποχής. Πρόκειται για την ταπεινή ιστορία της θαυμαστής επιμονής και επιβίωσης ενός μακραίωνου θεσμού κάτω από αντίξοες συνθήκες. Υπό τον ζυγό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας το Πατριαρχείο αναγκάζεται να αναλάβει για πρώτη φορά διοικητικά καθήκοντα, με τον Οικουμενικό Πατριάρχη εκπρόσωπο ενός γένους πολιτών δευτέρας κατηγορίας. Ισορροπεί με δυσκολία ανάμεσα στην παραδοσιακά βυζαντινή και στη νέα ελληνική του συνείδηση, ανάμεσα στην οικουμενικότητα του προορισμού του και στον αναδυόμενο εθνικισμό, ανάμεσα στην ορθόδοξη αποφατική θεολογική του παράδοση και στον δογματικό σχολαστικισμό των Δυτικών, ανάμεσα τέλος στον σεβασμό που πάντοτε ενέπνεε και στον αντικληρικαλισμό του επερχόμενου Διαφωτισμού. Είναι υποχρεωμένο, όπως δείχνει ο Ράνσιμαν, να κινείται με προσοχή μέσα σε έναν δυναμικά μεταβαλλόμενο σχηματισμό πόλων εξουσίας που περι λαμβάνουν μεταξύ άλλων τον Σουλτάνο και την οθωμανική διοίκηση, τη νέα τάξη των πλουσίων ελλήνων εμπόρων που εξελίχθηκε σύντομα στην κλειστή κάστα των φαναριωτών υποδούλων ευγενών, τους διάφορους ορθόδοξους ηγεμόνες και ηγεμονίσκους, τις πρεσβείες ισχυρών δυτικών κρατών, τις εκκλησίες των άλλων χριστιανικών δογμάτων, δηλαδή των ρωμαιοκαθολικών, των λουθηρανών, των αγγλικανών, ακόμη και των καλβινιστών.
Ο ρόλος των Φαναριωτών
Είναι γεγονός ότι στα 42 χρόνια που έχουν περάσει από τη συγγραφή του το βιβλίο δείχνει σημεία παλαιότητος και όχι μόνο ως προς το πρωτογενές υλικό. Η χρήση, π.χ., της έννοιας του «μιλέτ» για την περιγραφή της ενσωμάτωσης των θρησκευτικών μειονοτήτων στο οθωμανικό κράτος θα εθεωρείτο από έναν σύγχρονο οθωμανολόγο αναχρονιστική και παραπλανητική. Αλλα τμήματα του βιβλίου, όμως, όπως π.χ. η ιστορία των εκτενών επαφών του Πατριαρχείου με τους αγγλικανούς τον 16ο και τον 17ο αιώνα ή η εκτενής ανάλυση του καθοριστικού ρόλου των Φαναριωτών στη μετάλλαξη του Πατριαρχείου από εκπρόσωπο του ορθόδοξου κόσμου σε εθναρχία του ελληνικού γένους, εξακολουθούν να είναι χρήσιμα στον ειδικό. Πέρα όμως από τη ματιά του ιστορικού, ο Ράνσιμαν προσφέρει ένα κείμενο που καθηλώνει τον αναγνώστη, ειδικό ή μη.
Πατριάρχες, βεζίρηδες, ιησουίτες, γενίτσαροι, πρέσβεις, έμποροι, κληρικοί, τυχοδιώκτες, λόγιοι, κατάσκοποι, τυπογράφοι και άλλοι πολλοί- όλοι με τις αδυναμίες και τις ικανότητές τους, τα λάθη και τις επιτυχίες τους, τις ιδιοτελείς ή τις υψηλόφρονες επιδιώξεις τους- είναι οι ήρωες και οι αντιήρωες της ιστορίας. Συνθέτουν έναν πολύχρωμο κόσμο που προβάλλει ανάγλυφος μέσα από το απαράμιλλο συγγραφικό χάρισμα του Ράνσιμαν, ο οποίος ξέρει να διανθίζει την αφήγησή του με τις χυμώδεις εκείνες ανεκδοτολογικές λεπτομέρειες που δίνουν την ατμόσφαιρα της εποχής. Με την ειλικρινή του συμπάθεια ή άλλοτε με τη χαρακτηριστική ειρωνεία του, ξέρει να κρατάει μια λεπτή ισορροπία ανάμεσα στο ανάλαφρο και στο ουσιαστικό, χωρίς όμως ποτέ να χάνει την ευρύτερη ιστορική του προοπτική.
Η οικονομική εξαθλίωση των ορθοδόξων, το χαμηλό επίπεδο της παιδείας τους, η αμφίβολη ηθική τους ακεραιότητα, έκδηλη στην τάση τους για δολοπλοκίες και χρηματισμό, στάθηκαν πολλές φορές εμπόδιο για την επίτευξη των στόχων τους. Είναι καταστάσεις που ηχούν οδυνηρά οικείες στη σημερινή Ελλάδα. Οσο και αν έχουμε προσπαθήσει να τις διαγράψουμε από την ιστορική μας μνήμη, δεν επιτύχαμε προφανώς να τις απαλείψουμε από την καθημερινή μας ζωή. Στην προσπάθειά μας όμως να εξωραΐσουμε το παρελθόν μας απορρίπτουμε έναν ολόκληρο κόσμο μνήμης, συναισθήματος και εμπειρίας και γινόμαστε έτσι ακόμη φτωχότεροι από πριν. Το συναρπαστικό αφήγημα του Στίβεν Ράνσιμαν είναι ιδανικός τρόπος για να επαναπροσεγγίσουμε τις εξόριστες αυτές ιστορικές μνήμες. Κάποιες αδεξιότητες της μετάφρασης στερούν όμως από την ελληνική έκδοση μέρος της γοητείας του πρωτοτύπου.
Σερ Στίβεν Ράνσιμαν: Ο τελευταίος θρύλος
Ο βρετανός ιστορικός και συγγραφέας σερ Στίβεν Ράνσιμαν (1903-2000) υπήρξε ένας από τους τελευταίους θρύλους της βυζαντινολογίας. Τα βιβλία του εξακολουθούν και στις ημέρες μας να μυούν στον κόσμο του Βυζαντίου ένα ευρύτερο καλλιεργημένο κοινό μεταδίδοντας μιαν εικόνα θετική για τη συχνά παραγνωρισμένη περίοδο της αυτοκρατορίας της Κωνσταντινούπολης. Αντίθετα όμως με ορισμένους σύγχρονους, «διαφημιστές» του Βυζαντίου, ο Ράνσιμαν ήταν πάνω απ΄ όλα ένας πρωτότυπος ιστορικός.
Εκπρόσωπος μιας κατάστασης πραγμάτων που έχει πια εκλείψει στις ημέρες μας, ο Στίβεν Ράνσιμαν αγάπησε την Ελλάδα όταν, σε ηλικία επτά ετών και αφού είχε ήδη διδαχθεί τα γαλλικά και τα λατινικά, προτίμησε να μάθει ελληνικά αντί γερμανικά. Με τους δύο του γονείς μέλη ταυτοχρόνως του βρετανικού κοινοβουλίου και έχοντας απολαύσει τα προνόμια της- επικεντρωμένης στους κλασικούςβρετανικής εκπαίδευσης της εποχής, ο Ράνσιμαν σπούδαζε στο Κέιμπριτζ όταν αποφάσισε να αφιερωθεί στη μελέτη της βυζαντινής περιόδου. Τον γοήτευσαν η πρωτοτυπία και η ιδιομορφία του ίδιου του βυζαντινού κόσμου, η οργάνωση, η εκλέπτυνση, η τέχνη και η πνευματικότητά του, ίσως και ο κάποιος εξωτισμός του.
Πιστός στην καλύτερη παράδοση των βρετανών περιηγητών, ο Ράνσιμαν ταξίδεψε πολύ σε μια εποχή που ο τουρισμός δεν είχε ακόμη εφευρεθεί. Συνάντησε ανθρώπους μυθικούς, από τον Ελευθέριο Βενιζέλο ως τον Που Γι, τον τελευταίο αυτοκράτορα της Κίνας, και τα ταξίδια του αποτελούσαν πηγή συναρπαστικών αφηγήσεων με τις οποίες αιχμαλώτιζε τον συνομιλητή του, όπως ακριβώς τα βιβλία του αιχμαλωτίζουν ακόμη και σήμερα τον αναγνώστη.
tovima.