Αρχαία ήθη και δρώμενα συμπλέκονται σταδιακά στο πέρασμα του χρόνου μέχρι να πάρει η γιορτή τη νεότερή της μορφή
Οι απόκριες (οι γιορτές στην ύπαιθρο) και το καρναβάλι (οι εκδηλώσεις στ' αστικά κέντρα), στη σημερινή χοντρικά μορφή τους, διαμορφώθηκαν τη βυζαντινή περίοδο.
Συμπεριλάμβαναν ένα πλήθος παμπάλαιων εθίμων, αλλά κυρίως εκφράζανε την ανάγκη για ψυχαγωγία, την απελευθέρωση από τα «μη» και τις απαγορεύσεις μιας κατεξοχήν καταπιεστικής κοινωνίας για τους πολλούς.
Σηματοδοτούν τη μετάβαση από τον χειμώνα προς την άνοιξη, συνδυάζοντας γήινες - υλικές απολαύσεις και μεταφυσικές ανησυχίες. Το λατρευτικό-μαγευτικό σκέλος υποχώρησε με την πάροδο του χρόνου.
Ενισχύθηκε και κυριάρχησε το ψυχαγωγικό. Τόσο, που σήμερα οι απόκριες να ορίζονται από τους λαογράφους ως χρονική περίοδο των μεταμφιέσεων, του γλεντιού, των ελευθεριοτήτων...
Σύμφωνα με τον κλασικό ορισμό του Γ. Μέγα «οι Απόκριες, όπως παντού, είναι και στην Ελλάδα περίοδος ευθυμίας και διασκεδάσεων.
Πριν μπει στο πέλαγος της Μεγάλης Σαρακοστής, ο χριστιανός, που θα νηστεύει και θα πενθήσει εφτά ολόκληρες εβδομάδες -ούτε γάμοι, ούτε χοροί και πανηγύρια γίνονται, ούτε φορούν κοσμήματα οι γυναίκες στο διάστημα αυτό- αισθάνεται την ανάγκη να διασκεδάσει, να κάνει κάθε είδους τρέλα. Γι' αυτό άλλοτε η αρχή του Τριωδίου αναγγελλόταν είτε με πυροβολισμούς είτε με τον δημόσιο τελάλη είτε με τα τύμπανα...»
Στο Μεσαίωνα
Πότε εισβάλλουν στη μεσαιωνική ζωή οι Απόκριες είναι δυσδιάκριτο. Οι περισσότεροι μελετητές δέχονται ότι αυτό γίνεται βαθμιαία.
Σύμφωνα με τον πρωτοπόρο νεοέλληνα «μεσαιωνολόγο» Κ. Σάθα τ' όνομα απόκρεως βρίσκεται για πρώτη φορά στα χρόνια του Ιουστινιανού (6ος αιώνας). Δηλώνονταν μ΄ αυτό οι τελευταίες μέρες πριν από τη Σαρακοστή προς το Πάσχα. Ο χρονογράφος Θεοφάνης μιλά για τη «προ της νηστείας του Πάσχα Αποκρεωσίμου».
Δυο αιώνες αργότερα - στην περίοδο των εικονομάχων βασιλέων - η λέξη εκφράζει κάποιες βακχικές γιορτές. Την εποχή των Παλαιολόγων είναι συνυφασμένη και με το θέατρο.
Ο Φαίδων Κουκουλές, που πρώτος ασχολήθηκε συστηματικά με τα λαϊκά θεάματα και τις διασκεδάσεις στο Βυζάντιο, αναφέρει ότι υπαινιγμούς για διασκεδάσεις, τραγούδια και παιχνίδια στις απόκριες βρίσκουμε από τον 8ο αιώνα. Ετσι, στους κατηχητικούς λόγους του Θεοδώρου Στουδίτου διαβάζουμε ότι την «ημέραν ταύτην άδουσιν άσματα δαιμονικά, ήγουν τραγούδια και παίζουν ωσάν μικρά παιδιά».
Σύμφωνα με το εξελικτικό σχήμα, που υιοθετεί ο Σάθας (το διατυπώνει για πρώτη φορά στο κυριακάτικο περιοδικό «Εστία» το 1878), οι απόκριες προέρχονται από τις ρωμαϊκές καλένδες (γιορτές για την έναρξη του μήνα και της χρονιάς). Με την πάροδο των αιώνων συμπόσια, θεατρικές παραστάσεις και μασκαρέματα από διάφορες εορταστικές εκδηλώσεις συγχέονται και την υστεροβυζαντινή περίοδο προκύπτουν ως σύνθεση οι απόκριες.
Σχηματικά, σε μια εκκλησιαστική ανάγνωση καταρχήν υπήρχε η περίοδος προπαρασκευής για το Πάσχα, η Mεγάλη Σαρακοστή. Από τον 6ο αιώνα άρχισαν να προστίθενται εβδομάδες προετοιμασίας για τη νηστεία και σταδιακής αποχής από το κρέας και τα γαλακτοκομικά. Ετσι, τελικά, καθιερώθηκαν τρεις εβδομάδες προετοιμασίας πριν από τη Mεγάλη Σαρακοστή. Δυσβάστακτο το βάρος των σαράντα ημερών και θέλει παρατεταμένη «προετοιμασία»...
Εθιμο με... αρχαιοελληνική καταγωγή
Από την περασμένη Τσικνοπέμπτη, για όσους δεν το έχουν αντιληφθεί, έχουν αρχίσει οι «μεγάλες» Απόκριες. Οι τρανές, κατά παρήχηση της ερχόμενης Τυρινής ή Τυροφάγου Κυριακής.
Για την προέλευση των Απόκρεω, στα καθ΄ ημάς, έχει χυθεί πολύ μελάνι στο παρελθόν. Ιδιαίτερα προς τα τέλη του 19ου αιώνα, όταν αρχίζουν οι εκδηλώσεις να παίρνουν τη μορφή καρνάβαλου στ΄ αστικά κέντρα. Απηυδισμένος από τα πιθανά και απίθανα, που γράφονταν τότε, κάποιος λόγιος αρθρογράφος του περιοδικού «Ακρόπολις Φιλολογική» σημείωνε: «Αποκριά είναι η γιορτή, που η αρχή της χρονολογείται από τη γέννηση της τρέλας στον ανθρώπινο εγκέφαλο. Η τρέλα, πάλι, είναι αχρονολόγητος , διότι συνυπήρξε με τους πρώτους ανθρώπους...»
Μια από τις τελευταίες «τρέλες» στον χώρο της παρα-λαογραφίας θέλει το καρναβάλι να είναι ένα καθαρόαιμο αρχαιοελληνικό έθιμο! Υποτίθεται ότι προέρχεται από τ΄ αρχαία Κάρνεια (λατρευτικές εκδηλώσεις για τον Απόλλωνα) και το ρήμα βαλλίζω (χοροπηδώ)! Σύμφωνα με την αντίληψη αυτή, το καρναβάλι είναι η αρχαιότερη ελληνική γιορτή.
Παρόμοιες παρετυμολογήσεις, με εμμονή στην απόδειξη της συνέχειας στα ελληνικά ήθη και έθιμα ανά τους αιώνες, έχουν δει επανειλημμένα το φως. Η πιο γνωστή απ΄ αυτές, κατά το παρελθόν, θέλει η λέξη να προέρχεται από το λατινικό carrus navalis (ναυτικό αμαξάκι) και να παραπέμπει σε αρχαίες διονυσιακές τελετές. Επειδή ο Διόνυσος μεταφερόταν με τροχοφόρα πλοιάρια στ΄ Ανθεστήρια (δρώμενα και γιορτές στην αρχαία Αθήνα για την εναλλαγή χειμώνα και άνοιξης).
Εχουν το γούστο τους οι ερμηνείες αυτές κι άλλες παρόμοιες, αλλά δεν αντέχουν στην κριτική...
Από τότε που ελληνική λαογραφία ενηλικιώθηκε είναι παραδεκτό ότι συμπίπτουν απολύτως σημασιολογικά η νεοελληνική Αποκριά με το μεσαιωνικό καρναβάλι (λατινικά carnem levare ή carnis levamen = άρση ? απαγόρευση κρέατος, γεια ? αντίο- εξαφανίσου κρέας).
Οπως επίσης είναι παραδεκτό ότι οι αποκριάτικες εκδηλώσεις και τα καρναβάλια συσχετίζονται τόσο με αρχαίες όσο και μεσαιωνικές τελετές και δοξασίες.
Το ανατρεπτικό μήνυμα της αποκριάς
Καθολική αντιστροφή των κοινωνικών ρόλων
Τι είναι η αποκριά; Μια απάντηση, μέσα στις τόσο πολλές, εναρμονισμένη με το ανάλαφρο πνεύμα την ημερών θα ήταν: Είναι ακριβώς το αντίθετο απ' αυτό που υποδηλώνει το όνομά της! Οχι αποχή από το κρέας, αλλά κρεοφαγία! Πέρα από περιόδους, προέλευση των λατρευτικών εθίμων, εθνικών τύπων διασκέδασης και τοπικών χαρακτηριστικών, τούτη η ανατροπή είναι ένα κοινό γνώρισμα. Ισχύει, μάλιστα, τόσο για τον παραδοσιακό γιορτασμό στην ύπαιθρο, αλλά και για το μεταγενέστερο αστικό καρναβάλι, που διαμορφώθηκε για μαζικούς ψυχαγωγικούς σκοπούς.
Η εκπληκτική ομοιότητα στα πιο διαφορετικά μήκη και πλάτη της Γης δεν μπορεί να οφείλεται αποκλειστικά ή κυρίως σε δάνεια. Κατά κάποιον τρόπο είναι επακόλουθο ενός γενικού κώδικα «μιας διαχρονικής πολυεθνικής γλώσσας του λαϊκού γέλιου, του λαϊκού καρνάβαλου», όπως έχει επισημανθεί.
Σε μια κλασική μελέτη του ο Γ. Κιουρτσάκης θέτει από την άποψη, που ενδιαφέρει εδώ, ως εξής το θέμα: «Οι καρναβαλικές γιορτές που τελούν πρωταρχικά ένα κοσμικό γεγονός -την εναλλαγή των εποχών και την ανανέωση της φύσης- διακρίνονται από την κοινή τάση να αντιστρέφουν επίμονα και συστηματικά την τάξη και τις ιεραρχίες της κοινωνίας. Το γύρισμα του χρόνου εκφράζεται με ένα καθολικό αναποδογύρισμα. Την οικοδόμηση ενός κόσμου από την ανάποδη, όπου οι άνθρωποι βγάζουν τα ρούχα τους και τα ξαναφορούν ανάποδα, οι άντρες ντύνονται γυναίκες και οι γυναίκες άντρες, ο ζητιάνος ενθρονίζεται βασιλιάς και ο καντηλανάφτης πάπας, ο τρελός ανακηρύσσεται σοφός...»
Τα συστατικά στοιχεία
Προχωρώντας από τις αρχαίες αγροτικές κοινωνίες στις μεσαιωνικές και τις νεότερες, το γέλιο, οι αστεϊσμοί, οι βωμολοχίες, η διακωμώδηση γίνονταν συστατικά στοιχεία των γιορτασμών της γονιμότητας και της βλάστησης στην εναλλαγή των εποχών. Τα στοιχεία αυτά κατείχαν δεσπόζοντα ρόλο στο τελετουργικό. Η σημασία τους, σύμφωνα με τον θεωρητικό και ιστορικό της λογοτεχνίας, Μιχαήλ Μπαχτίν, έγκειται: στην καθολικότητά τους (γελοιοποίηση όλων των πλευρών της ζωής), στην αμφισημία τους (καταλύουν και οικοδομούν, εκθρονίζουν και ενθρονίζουν, σκοτώνουν και ανασταίνουν), στην απελευθερωτική τους δύναμη (διακοπή απαγορεύσεων και ιεραρχικών φραγμών) και τέλος στην ανάδειξη της «λαϊκής ανεπίσημης αλήθειας», έναντι της επίσημης αλήθειας των εξουσιαστών.
Η συσσωρευμένη αρνητική ενέργεια, οι καταπιεσμένες, ανεκπλήρωτες σωματικές επιθυμίες βρίσκουν πρόσκαιρη διέξοδο στο καρναβάλι και τα λαϊκά δρώμενα που το συνοδεύουν. Η κουλτούρα του καρναβαλιού και του γέλιου, η οποία αντιπαρατίθεται στην επίσημη κρατούσα κουλτούρα, αποτελούσε την πεμπτουσία των λαϊκών διασκεδάσεων τον Μεσαίωνα και την Αναγέννηση.
Οταν οι γιορτές της βλάστησης περνούν από την ύπαιθρο στις πόλεις (είτε πρόκειται για τις πόλεις της κλασικής Ελληνικής αποχής, είτε της Ρωμαϊκής, είτε της Μεσαιωνικής εποχής), πέρα από τις όποιες διαφοροποιήσεις στο τελετουργικό, αποκτούν ένα επιπλέον χαρακτηριστικό γνώρισμα, το οποίο τις συνοδεύει μέχρι τις μέρες μας. Πρόκειται για την αντιστροφή των κοινωνικών ρόλων και την κατάργηση των ιεραρχιών.
Πώς οι Απόκριες «άντεξαν» στο πέρασμα του χρόνου
Μεταμφιέσεις
Στους πρωτοβυζαντινούς χρόνους αναφορές σε μεταμφιέσεις αντρών σε γυναίκες και αντίστροφα γίνονται ήδη από τον 4ος αιώνα. Τον επόμενο, μάλιστα, μνημονεύονται, ανάμεσα στ΄ άλλα, μεταμφιέσεις στρατιωτών με σκοπό να διακωμωδήσουν αξιωματικούς τους. Πρόκειται μάλλον για δρώμενα κατά τα Θεοφάνια.
Διαχρονικότητα
Παρά τις εκκλησιαστικές απαγορεύσεις και καταδίκες από νωρίς (7ος αιώνας) οι μεταμφιέσεις συνεχίζονται. Μάλιστα, κατά τον 10ο αιώνα γίνεται μνεία και για κληρικούς μέσα στην εκκλησία μεταμφιεσμένους σε διάφορα ζώα! Τα κατάλοιπα «των ειδωλολατρικών εορτών» άντεξαν και, τελικά, έγιναν αναγκαστικώς ανεκτά.
Η εδραίωση
Τον 13ο αιώνα φαίνεται ότι έχει πια διαμορφωθεί σε γενικές γραμμές η περίοδος των απόκρεω στο Βυζάντιο. Γίνεται λόγος για διασκεδάσεις στην Κωνσταντινούπολη οι οποίες διαρκούν τρεις βδομάδες. Την ίδια περίπου περίοδο ανάλογες διαδικασίες παρατηρούνται στη Γαλλία, την Ιταλία, τη Γερμανία και σε άλλες χώρες.
Το «Μακελλαρικόν» έθιμο
Αρκετοί ειδικοί θεωρούν ότι ένας από τους τακτικούς αγώνες στον περίφημο Ιππόδρομο της Κωνσταντινούπολης αποτελεί «γέφυρα» μεταξύ των παλιότερων δρώμενων στη Ρώμη και της χριστιανικής αποκριάς. Πρόκειται για δρώμενα γνωστά με την ονομασία «Μακελλαρικόν ιπποδρόμιον», που γίνονταν τον Φεβρουάριο, λίγο πριν από την αρχή της Τεσσαρακοστής. Τα οργάνωναν οι κρεοπώλες σύμφωνα με την παράδοση των ρωμαϊκών Λουπερκαλίων. Η γιορτή αυτή στην αρχαία Ρώμη ήταν αφιερωμένη στην αρχή της άνοιξης. Λόγω του χαρακτήρα της και της περιόδου του γιορτασμού θεωρείται ότι σ΄ αυτά εντοπίζονται οι ρίζες του αστικού καρνάβαλου.
Παραστάσεις στον Ιππόδρομο
Η σύνδεση της Αποκριάς με τον Ιππόδρομο ήταν πολύ έντονη, υποστηρίζουν σύγχρονοι βυζαντινολόγοι. Τόσο έντονη ώστε, όταν, στα τέλη του 12ου αιώνα, οι αρματοδρομίες είχαν παρακμάσει, ο αυτοκράτορας Αλέξιος Γ' Αγγελος διοργάνωνε μιμική παράσταση ιπποδρομίου. Για να διασκεδάσει τους καλεσμένους του την τελευταία Κυριακή των Απόκρεω μετέφερε στο παλάτι των Βλαχερνών και τους αυλούς των Οργάνων από τον Ιππόδρομο. Το «Μακελλαρικόν ιπποδρόμιον» ήταν το τελευταίο της περιόδου των αγώνων και στη διάρκεια της Σαρακοστής δεν λειτουργούσε ο Ιππόδρομος.
Παράσταση μεθυσμένου Διόνυσου που επιστρέφει από το ξεφάντωμα στηριζόμενος σε σάτυρο. Η συσχέτιση των Απόκρεω με τις διονυσιακές τελετές στην αρχαία Ελλάδα είναι κοινός τόπος στη λαογραφία.
etnos
Οι απόκριες (οι γιορτές στην ύπαιθρο) και το καρναβάλι (οι εκδηλώσεις στ' αστικά κέντρα), στη σημερινή χοντρικά μορφή τους, διαμορφώθηκαν τη βυζαντινή περίοδο.
Συμπεριλάμβαναν ένα πλήθος παμπάλαιων εθίμων, αλλά κυρίως εκφράζανε την ανάγκη για ψυχαγωγία, την απελευθέρωση από τα «μη» και τις απαγορεύσεις μιας κατεξοχήν καταπιεστικής κοινωνίας για τους πολλούς.
Σηματοδοτούν τη μετάβαση από τον χειμώνα προς την άνοιξη, συνδυάζοντας γήινες - υλικές απολαύσεις και μεταφυσικές ανησυχίες. Το λατρευτικό-μαγευτικό σκέλος υποχώρησε με την πάροδο του χρόνου.
Ενισχύθηκε και κυριάρχησε το ψυχαγωγικό. Τόσο, που σήμερα οι απόκριες να ορίζονται από τους λαογράφους ως χρονική περίοδο των μεταμφιέσεων, του γλεντιού, των ελευθεριοτήτων...
Σύμφωνα με τον κλασικό ορισμό του Γ. Μέγα «οι Απόκριες, όπως παντού, είναι και στην Ελλάδα περίοδος ευθυμίας και διασκεδάσεων.
Πριν μπει στο πέλαγος της Μεγάλης Σαρακοστής, ο χριστιανός, που θα νηστεύει και θα πενθήσει εφτά ολόκληρες εβδομάδες -ούτε γάμοι, ούτε χοροί και πανηγύρια γίνονται, ούτε φορούν κοσμήματα οι γυναίκες στο διάστημα αυτό- αισθάνεται την ανάγκη να διασκεδάσει, να κάνει κάθε είδους τρέλα. Γι' αυτό άλλοτε η αρχή του Τριωδίου αναγγελλόταν είτε με πυροβολισμούς είτε με τον δημόσιο τελάλη είτε με τα τύμπανα...»
Στο Μεσαίωνα
Πότε εισβάλλουν στη μεσαιωνική ζωή οι Απόκριες είναι δυσδιάκριτο. Οι περισσότεροι μελετητές δέχονται ότι αυτό γίνεται βαθμιαία.
Σύμφωνα με τον πρωτοπόρο νεοέλληνα «μεσαιωνολόγο» Κ. Σάθα τ' όνομα απόκρεως βρίσκεται για πρώτη φορά στα χρόνια του Ιουστινιανού (6ος αιώνας). Δηλώνονταν μ΄ αυτό οι τελευταίες μέρες πριν από τη Σαρακοστή προς το Πάσχα. Ο χρονογράφος Θεοφάνης μιλά για τη «προ της νηστείας του Πάσχα Αποκρεωσίμου».
Δυο αιώνες αργότερα - στην περίοδο των εικονομάχων βασιλέων - η λέξη εκφράζει κάποιες βακχικές γιορτές. Την εποχή των Παλαιολόγων είναι συνυφασμένη και με το θέατρο.
Ο Φαίδων Κουκουλές, που πρώτος ασχολήθηκε συστηματικά με τα λαϊκά θεάματα και τις διασκεδάσεις στο Βυζάντιο, αναφέρει ότι υπαινιγμούς για διασκεδάσεις, τραγούδια και παιχνίδια στις απόκριες βρίσκουμε από τον 8ο αιώνα. Ετσι, στους κατηχητικούς λόγους του Θεοδώρου Στουδίτου διαβάζουμε ότι την «ημέραν ταύτην άδουσιν άσματα δαιμονικά, ήγουν τραγούδια και παίζουν ωσάν μικρά παιδιά».
Σύμφωνα με το εξελικτικό σχήμα, που υιοθετεί ο Σάθας (το διατυπώνει για πρώτη φορά στο κυριακάτικο περιοδικό «Εστία» το 1878), οι απόκριες προέρχονται από τις ρωμαϊκές καλένδες (γιορτές για την έναρξη του μήνα και της χρονιάς). Με την πάροδο των αιώνων συμπόσια, θεατρικές παραστάσεις και μασκαρέματα από διάφορες εορταστικές εκδηλώσεις συγχέονται και την υστεροβυζαντινή περίοδο προκύπτουν ως σύνθεση οι απόκριες.
Σχηματικά, σε μια εκκλησιαστική ανάγνωση καταρχήν υπήρχε η περίοδος προπαρασκευής για το Πάσχα, η Mεγάλη Σαρακοστή. Από τον 6ο αιώνα άρχισαν να προστίθενται εβδομάδες προετοιμασίας για τη νηστεία και σταδιακής αποχής από το κρέας και τα γαλακτοκομικά. Ετσι, τελικά, καθιερώθηκαν τρεις εβδομάδες προετοιμασίας πριν από τη Mεγάλη Σαρακοστή. Δυσβάστακτο το βάρος των σαράντα ημερών και θέλει παρατεταμένη «προετοιμασία»...
Εθιμο με... αρχαιοελληνική καταγωγή
Από την περασμένη Τσικνοπέμπτη, για όσους δεν το έχουν αντιληφθεί, έχουν αρχίσει οι «μεγάλες» Απόκριες. Οι τρανές, κατά παρήχηση της ερχόμενης Τυρινής ή Τυροφάγου Κυριακής.
Για την προέλευση των Απόκρεω, στα καθ΄ ημάς, έχει χυθεί πολύ μελάνι στο παρελθόν. Ιδιαίτερα προς τα τέλη του 19ου αιώνα, όταν αρχίζουν οι εκδηλώσεις να παίρνουν τη μορφή καρνάβαλου στ΄ αστικά κέντρα. Απηυδισμένος από τα πιθανά και απίθανα, που γράφονταν τότε, κάποιος λόγιος αρθρογράφος του περιοδικού «Ακρόπολις Φιλολογική» σημείωνε: «Αποκριά είναι η γιορτή, που η αρχή της χρονολογείται από τη γέννηση της τρέλας στον ανθρώπινο εγκέφαλο. Η τρέλα, πάλι, είναι αχρονολόγητος , διότι συνυπήρξε με τους πρώτους ανθρώπους...»
Μια από τις τελευταίες «τρέλες» στον χώρο της παρα-λαογραφίας θέλει το καρναβάλι να είναι ένα καθαρόαιμο αρχαιοελληνικό έθιμο! Υποτίθεται ότι προέρχεται από τ΄ αρχαία Κάρνεια (λατρευτικές εκδηλώσεις για τον Απόλλωνα) και το ρήμα βαλλίζω (χοροπηδώ)! Σύμφωνα με την αντίληψη αυτή, το καρναβάλι είναι η αρχαιότερη ελληνική γιορτή.
Παρόμοιες παρετυμολογήσεις, με εμμονή στην απόδειξη της συνέχειας στα ελληνικά ήθη και έθιμα ανά τους αιώνες, έχουν δει επανειλημμένα το φως. Η πιο γνωστή απ΄ αυτές, κατά το παρελθόν, θέλει η λέξη να προέρχεται από το λατινικό carrus navalis (ναυτικό αμαξάκι) και να παραπέμπει σε αρχαίες διονυσιακές τελετές. Επειδή ο Διόνυσος μεταφερόταν με τροχοφόρα πλοιάρια στ΄ Ανθεστήρια (δρώμενα και γιορτές στην αρχαία Αθήνα για την εναλλαγή χειμώνα και άνοιξης).
Εχουν το γούστο τους οι ερμηνείες αυτές κι άλλες παρόμοιες, αλλά δεν αντέχουν στην κριτική...
Από τότε που ελληνική λαογραφία ενηλικιώθηκε είναι παραδεκτό ότι συμπίπτουν απολύτως σημασιολογικά η νεοελληνική Αποκριά με το μεσαιωνικό καρναβάλι (λατινικά carnem levare ή carnis levamen = άρση ? απαγόρευση κρέατος, γεια ? αντίο- εξαφανίσου κρέας).
Οπως επίσης είναι παραδεκτό ότι οι αποκριάτικες εκδηλώσεις και τα καρναβάλια συσχετίζονται τόσο με αρχαίες όσο και μεσαιωνικές τελετές και δοξασίες.
Το ανατρεπτικό μήνυμα της αποκριάς
Καθολική αντιστροφή των κοινωνικών ρόλων
Τι είναι η αποκριά; Μια απάντηση, μέσα στις τόσο πολλές, εναρμονισμένη με το ανάλαφρο πνεύμα την ημερών θα ήταν: Είναι ακριβώς το αντίθετο απ' αυτό που υποδηλώνει το όνομά της! Οχι αποχή από το κρέας, αλλά κρεοφαγία! Πέρα από περιόδους, προέλευση των λατρευτικών εθίμων, εθνικών τύπων διασκέδασης και τοπικών χαρακτηριστικών, τούτη η ανατροπή είναι ένα κοινό γνώρισμα. Ισχύει, μάλιστα, τόσο για τον παραδοσιακό γιορτασμό στην ύπαιθρο, αλλά και για το μεταγενέστερο αστικό καρναβάλι, που διαμορφώθηκε για μαζικούς ψυχαγωγικούς σκοπούς.
Η εκπληκτική ομοιότητα στα πιο διαφορετικά μήκη και πλάτη της Γης δεν μπορεί να οφείλεται αποκλειστικά ή κυρίως σε δάνεια. Κατά κάποιον τρόπο είναι επακόλουθο ενός γενικού κώδικα «μιας διαχρονικής πολυεθνικής γλώσσας του λαϊκού γέλιου, του λαϊκού καρνάβαλου», όπως έχει επισημανθεί.
Σε μια κλασική μελέτη του ο Γ. Κιουρτσάκης θέτει από την άποψη, που ενδιαφέρει εδώ, ως εξής το θέμα: «Οι καρναβαλικές γιορτές που τελούν πρωταρχικά ένα κοσμικό γεγονός -την εναλλαγή των εποχών και την ανανέωση της φύσης- διακρίνονται από την κοινή τάση να αντιστρέφουν επίμονα και συστηματικά την τάξη και τις ιεραρχίες της κοινωνίας. Το γύρισμα του χρόνου εκφράζεται με ένα καθολικό αναποδογύρισμα. Την οικοδόμηση ενός κόσμου από την ανάποδη, όπου οι άνθρωποι βγάζουν τα ρούχα τους και τα ξαναφορούν ανάποδα, οι άντρες ντύνονται γυναίκες και οι γυναίκες άντρες, ο ζητιάνος ενθρονίζεται βασιλιάς και ο καντηλανάφτης πάπας, ο τρελός ανακηρύσσεται σοφός...»
Τα συστατικά στοιχεία
Προχωρώντας από τις αρχαίες αγροτικές κοινωνίες στις μεσαιωνικές και τις νεότερες, το γέλιο, οι αστεϊσμοί, οι βωμολοχίες, η διακωμώδηση γίνονταν συστατικά στοιχεία των γιορτασμών της γονιμότητας και της βλάστησης στην εναλλαγή των εποχών. Τα στοιχεία αυτά κατείχαν δεσπόζοντα ρόλο στο τελετουργικό. Η σημασία τους, σύμφωνα με τον θεωρητικό και ιστορικό της λογοτεχνίας, Μιχαήλ Μπαχτίν, έγκειται: στην καθολικότητά τους (γελοιοποίηση όλων των πλευρών της ζωής), στην αμφισημία τους (καταλύουν και οικοδομούν, εκθρονίζουν και ενθρονίζουν, σκοτώνουν και ανασταίνουν), στην απελευθερωτική τους δύναμη (διακοπή απαγορεύσεων και ιεραρχικών φραγμών) και τέλος στην ανάδειξη της «λαϊκής ανεπίσημης αλήθειας», έναντι της επίσημης αλήθειας των εξουσιαστών.
Η συσσωρευμένη αρνητική ενέργεια, οι καταπιεσμένες, ανεκπλήρωτες σωματικές επιθυμίες βρίσκουν πρόσκαιρη διέξοδο στο καρναβάλι και τα λαϊκά δρώμενα που το συνοδεύουν. Η κουλτούρα του καρναβαλιού και του γέλιου, η οποία αντιπαρατίθεται στην επίσημη κρατούσα κουλτούρα, αποτελούσε την πεμπτουσία των λαϊκών διασκεδάσεων τον Μεσαίωνα και την Αναγέννηση.
Οταν οι γιορτές της βλάστησης περνούν από την ύπαιθρο στις πόλεις (είτε πρόκειται για τις πόλεις της κλασικής Ελληνικής αποχής, είτε της Ρωμαϊκής, είτε της Μεσαιωνικής εποχής), πέρα από τις όποιες διαφοροποιήσεις στο τελετουργικό, αποκτούν ένα επιπλέον χαρακτηριστικό γνώρισμα, το οποίο τις συνοδεύει μέχρι τις μέρες μας. Πρόκειται για την αντιστροφή των κοινωνικών ρόλων και την κατάργηση των ιεραρχιών.
Πώς οι Απόκριες «άντεξαν» στο πέρασμα του χρόνου
Μεταμφιέσεις
Στους πρωτοβυζαντινούς χρόνους αναφορές σε μεταμφιέσεις αντρών σε γυναίκες και αντίστροφα γίνονται ήδη από τον 4ος αιώνα. Τον επόμενο, μάλιστα, μνημονεύονται, ανάμεσα στ΄ άλλα, μεταμφιέσεις στρατιωτών με σκοπό να διακωμωδήσουν αξιωματικούς τους. Πρόκειται μάλλον για δρώμενα κατά τα Θεοφάνια.
Διαχρονικότητα
Παρά τις εκκλησιαστικές απαγορεύσεις και καταδίκες από νωρίς (7ος αιώνας) οι μεταμφιέσεις συνεχίζονται. Μάλιστα, κατά τον 10ο αιώνα γίνεται μνεία και για κληρικούς μέσα στην εκκλησία μεταμφιεσμένους σε διάφορα ζώα! Τα κατάλοιπα «των ειδωλολατρικών εορτών» άντεξαν και, τελικά, έγιναν αναγκαστικώς ανεκτά.
Η εδραίωση
Τον 13ο αιώνα φαίνεται ότι έχει πια διαμορφωθεί σε γενικές γραμμές η περίοδος των απόκρεω στο Βυζάντιο. Γίνεται λόγος για διασκεδάσεις στην Κωνσταντινούπολη οι οποίες διαρκούν τρεις βδομάδες. Την ίδια περίπου περίοδο ανάλογες διαδικασίες παρατηρούνται στη Γαλλία, την Ιταλία, τη Γερμανία και σε άλλες χώρες.
Το «Μακελλαρικόν» έθιμο
Αρκετοί ειδικοί θεωρούν ότι ένας από τους τακτικούς αγώνες στον περίφημο Ιππόδρομο της Κωνσταντινούπολης αποτελεί «γέφυρα» μεταξύ των παλιότερων δρώμενων στη Ρώμη και της χριστιανικής αποκριάς. Πρόκειται για δρώμενα γνωστά με την ονομασία «Μακελλαρικόν ιπποδρόμιον», που γίνονταν τον Φεβρουάριο, λίγο πριν από την αρχή της Τεσσαρακοστής. Τα οργάνωναν οι κρεοπώλες σύμφωνα με την παράδοση των ρωμαϊκών Λουπερκαλίων. Η γιορτή αυτή στην αρχαία Ρώμη ήταν αφιερωμένη στην αρχή της άνοιξης. Λόγω του χαρακτήρα της και της περιόδου του γιορτασμού θεωρείται ότι σ΄ αυτά εντοπίζονται οι ρίζες του αστικού καρνάβαλου.
Παραστάσεις στον Ιππόδρομο
Η σύνδεση της Αποκριάς με τον Ιππόδρομο ήταν πολύ έντονη, υποστηρίζουν σύγχρονοι βυζαντινολόγοι. Τόσο έντονη ώστε, όταν, στα τέλη του 12ου αιώνα, οι αρματοδρομίες είχαν παρακμάσει, ο αυτοκράτορας Αλέξιος Γ' Αγγελος διοργάνωνε μιμική παράσταση ιπποδρομίου. Για να διασκεδάσει τους καλεσμένους του την τελευταία Κυριακή των Απόκρεω μετέφερε στο παλάτι των Βλαχερνών και τους αυλούς των Οργάνων από τον Ιππόδρομο. Το «Μακελλαρικόν ιπποδρόμιον» ήταν το τελευταίο της περιόδου των αγώνων και στη διάρκεια της Σαρακοστής δεν λειτουργούσε ο Ιππόδρομος.
Παράσταση μεθυσμένου Διόνυσου που επιστρέφει από το ξεφάντωμα στηριζόμενος σε σάτυρο. Η συσχέτιση των Απόκρεω με τις διονυσιακές τελετές στην αρχαία Ελλάδα είναι κοινός τόπος στη λαογραφία.
etnos