Τον αγώνα προστασίας των αρχαιοτήτων στη μετεπαναστατική Ελλάδα εξετάζει αποκαλυπτική μελέτη της αρχαιολόγου Αγγελικής Κόκκου
Σε ολόκληρο τον 18ο αιώνα και στις αρχές του 19ου στρατιές «φιλάρχαιων» Ευρωπαίων έφθαναν στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα για να γνωρίσουν τον αρχαίο πολιτισμό, για τον οποίο πολλά και θαυμαστά είχαν διαβάσει στις πατρίδες τους. Φεύγοντας δεν παρέλειπαν να πάρουν μαζί τους ένα ενθύμιο. Για την ακρίβεια, πολύ περισσότερα, καραβιές ολόκληρες. Αν η Ελληνική Επανάσταση όμως και η ίδρυση του νέου ελληνικού κράτους έβαλαν τέλος στη λεηλασία, ποιος και πώς θα έβαζε τάξη στον απέραντο ερειπιώνα της Αθήνας; Αρκεί και μόνο να φανταστεί κανείς το απόλυτο τίποτε από το οποίο έπρεπε να συσταθεί ένα κράτος, πόσω μάλλον την κατάσταση που επικρατούσε με τις αρχαιότητες...
Και όμως, ένα από τα πρώτα επίσημα μέτρα αφορούσε την προστασία των αρχαιοτήτων, δίνοντας έτσι την εκκίνηση ενός τεράστιου αγώνα ο οποίος συνεχίζεται ως σήμερα. Η φροντίδα για την αρχαία πολιτιστική κληρονομιά και η δημιουργία των πρώτων συλλογών και μουσείων υπήρξε η εποποιία της ελληνικής Αρχαιολογίας. Γι΄ αυτό είναι ιδιαιτέρως πολύτιμη η συμβολή της αρχαιολόγου κυρίας Αγγελικής Κόκκου η οποία στη μελέτη της «Η μέριμνα για τις αρχαιότητες στην Ελλάδα και τα πρώτα μουσεία» (εκδόσεις Καπόν) συγκεντρώνει όλα τα ντοκουμέντα μιας ηρωικής εποχής.
«Οτε οι Τούρκοι εκυρίευσαν τας Αθήνας κατέστρεψαν όλους τους οίκους πλην εξήκοντα. Εις το ευρύ ερείπιον όλης της πόλεως περιερχόμενός τις τότε απήντει πλείστα τεμάχια επιγραφών και παντός άλλου είδους λείψανα της αρχαίας γλυπτικής και αρχιτεκτονικής. Ουδέ την δύναμιν, ουδέ τα μέσα είχον να σώσω ταύτα. Εζήτησα από την τότε εν Ναυπλίω διαμένουσαν Αρχήν να μοι δοθώσιν εκατόν Φοίνικες, όπως δι΄ ετούτων μετακομίσω εις ασφαλέστερα μέρη, ό,τι ήν δυνατόν, αλλά δεν εισηκούσθην, όθεν ενησχολήθην να αντιγράψω παν ό,τι εύρισκον και να σημειώσω ό,τι ήν άξιον σημειώσεως επ΄ ελπίδι ίνα συναθροίσω ταύτα εν αρμοδιωτέραις περιστάσεσιν».
Αυτά γράφει ο Κυριάκος Πιττάκης , ο οποίος το 1832 έγινε ο πρώτος διορισμένος επιστάτης αρχαιοτήτων. Γιατί μπορεί η Αθήνα να ήταν ακόμη ένα κατεστραμμένο χωριό- δεν ήταν καν η πρωτεύουσα της χώρας-, αλλά η μέριμνα για τις αρχαιότητες είχε προηγηθεί. Πού θα συγκεντρώνονταν όμως και πώς θα φυλάσσονταν τα αρχαία;
Η επιστράτευση
Η ανεύρεση κατάλληλων χώρων υπήρξε ό,τι δυσκολότερο. Εκκλησίες, σχολεία, δημαρχεία, δημόσια κτίρια αλλά κυρίως τα ίδια τα μνημεία επιστρατεύθηκαν. Η εκκλησία της Μεγάλης Παναγίας (του 11ου ή 12ου αιώνα, χτισμένη επάνω στα λείψανα της Βιβλιοθήκης του Αδριανού και σήμερα κατεδαφισμένη), το Θησείο, η Στοά του Αδριανού, ο Πύργος των Ανέμων, η εκκλησία της Παναγίας Γοργοεπηκόου, ο Αγιος Δημήτριος ο Κατηφόρης, οι «Γίγαντες» (στη θέση του Ωδείου του Αγρίππα), το «Βουλευτήριο» (έτσι ονομάζονταν τα λείψανα του τείχους νοτίως της Αρχαίας Αγοράς), η Στοά του Αττάλου, το Διονυσιακό θέατρο, το Ασκληπιείο, ο Κεραμεικός και, φυσικά, η Ακρόπολη γίνονται «μουσεία».
Ο Πιττάκης, συνειδητοποιώντας ότι πρέπει να τοποθετήσει τα αρχαία σε όσο το δυνατόν ασφαλέστερους χώρους, σχηματίζει την πρώτη αρχαιολογική συλλογή επάνω στην Ακρόπολη. Αρχικώς φυλάσσει τα αρχαία στον «προμαχώνα», που δεν ήταν τίποτε άλλο από τον μεσαιωνικό πύργο, ο οποίος όμως γρήγορα κατεδαφίστηκε, οπότε τα αρχαία μεταφέρθηκαν στο τζαμί του Παρθενώνα. Το 1858 ο ίδιος θα κατεδαφίσει μια θολωτή δεξαμενή στα δυτικά του ναού και εκεί θα βρει εντοιχισμένες επιγραφές, ψηφίσματα, ενεπίγραφα βάθρα αγαλμάτων και θραύσματα γλυπτών. Τα αρχαία έχουν φθάσει πια τις 3.700. Ετσι, νέα μετακίνηση επιβάλλεται στην πυριτιδαποθήκη ανατολικά του Ερεχθείου.
Ο τοίχος
Μεγάλος αριθμός μαρμάρων, εξάλλου, που βρίσκονταν σκόρπια επάνω στην Ακρόπολη, συγκεντρώνονται και «χτίζονται» σε έναν ιδιόμορφο τοίχο, ο οποίος θα κατεδαφιστεί πολύ αργότερα, το 1888, από τον αρχαιολόγο Παναγιώτη Καββαδία, ο οποίος θα μεταφέρει τα αρχαία στο Μικρό Μουσείο της Ακρόπολης, στο «μπελβεντέρε» και στον ελεύθερο χώρο μεταξύ των δύο μουσείων. Δύο άλλες συλλογές σχηματίζονται μετά τον καθαρισμό των μνημείων, αυτή τη φορά στα Προπύλαια- η μία στο κεντρικό τμήμα τους και η άλλη στην Πινακοθήκη.
Ο Παρθενώνας συνεχίζει να χρησιμοποιείται ως μουσείο περιλαμβάνοντας πλήθος αρχαιοτήτων. Στον ναό της Αθηνάς Νίκης συγκεντρώνονται τα αρχιτεκτονικά μέλη του μνημείου και οι ανάγλυφες πλάκες με τις Νίκες από το θωράκιο. Εξάλλου όσα αρχαία μάρμαρα βρίσκονται διάσπαρτα τοποθετούνται λόγω έλλειψης χώρου σε ξύλινα πλαίσια, αφού προηγουμένως στερεωθούν μεταξύ τους με γύψο και καρφιά.
Οι κλοπές
Μπορεί ο τρόπος αυτός να θεωρείται σήμερα αντιεπιστημονικός, ωστόσο για τα δεδομένα εκείνης της εποχής, αν μη τι άλλο προστάτευε τα αρχαία από κλοπές και φθορές. Το 1833, βρετανός ναύτης θα σπάσει ένα τμήμα μιας ανάγλυφης μορφής της ζωφόρου του Παρθενώνα, και δεν θα λείψουν, φυσικά, οι προσπάθειες κλοπών. Τα μέσα για τη διαφύλαξή τους ελάχιστα. Και ο Πιττάκης, μη έχοντας καμία άλλη δυνατότητα προστασίας τους, καταφεύγει στο ελάχιστο και πλέον απλοϊκό: αναποδογυρίζει τις επιγραφές και τα ανάγλυφα ή τα κρύβει κάτω από τα ερείπια, φθάνει μάλιστα να καλύψει το Ερεχθείο με πέτρες για να το διαφυλάξει από τους βανδαλισμούς.
Δύο φορές κινδύνευσαν από κλοπή τα αγγεία, τα χάλκινα αντικείμενα και τα άλλα έργα μικροτεχνίας που είχαν βρεθεί κατά τις ανασκαφές της Ακρόπολης και φυλάσσονταν σε ένα τούρκικο, ετοιμόρροπο σπίτι που βρισκόταν μπροστά από το Ερέχθειο. Είναι δε άξιο θαυμασμού πώς, από αυτό το χάος, κατέστη δυνατόν να προκύψει τάξη στα χρόνια που ακολούθησαν. Παρ΄ όλα αυτά, κάποιες ομοιότητες με τη σημερινή εποχή, όσον αφορά την έλλειψη χώρων συγκεκριμένα, μπορεί να τις διακρίνει κανείς. Αυτό το απέραντο μουσείο, που είναι η Ελλάδα, απαιτεί διαρκώς το καλύτερο.
Σε ολόκληρο τον 18ο αιώνα και στις αρχές του 19ου στρατιές «φιλάρχαιων» Ευρωπαίων έφθαναν στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα για να γνωρίσουν τον αρχαίο πολιτισμό, για τον οποίο πολλά και θαυμαστά είχαν διαβάσει στις πατρίδες τους. Φεύγοντας δεν παρέλειπαν να πάρουν μαζί τους ένα ενθύμιο. Για την ακρίβεια, πολύ περισσότερα, καραβιές ολόκληρες. Αν η Ελληνική Επανάσταση όμως και η ίδρυση του νέου ελληνικού κράτους έβαλαν τέλος στη λεηλασία, ποιος και πώς θα έβαζε τάξη στον απέραντο ερειπιώνα της Αθήνας; Αρκεί και μόνο να φανταστεί κανείς το απόλυτο τίποτε από το οποίο έπρεπε να συσταθεί ένα κράτος, πόσω μάλλον την κατάσταση που επικρατούσε με τις αρχαιότητες...
Και όμως, ένα από τα πρώτα επίσημα μέτρα αφορούσε την προστασία των αρχαιοτήτων, δίνοντας έτσι την εκκίνηση ενός τεράστιου αγώνα ο οποίος συνεχίζεται ως σήμερα. Η φροντίδα για την αρχαία πολιτιστική κληρονομιά και η δημιουργία των πρώτων συλλογών και μουσείων υπήρξε η εποποιία της ελληνικής Αρχαιολογίας. Γι΄ αυτό είναι ιδιαιτέρως πολύτιμη η συμβολή της αρχαιολόγου κυρίας Αγγελικής Κόκκου η οποία στη μελέτη της «Η μέριμνα για τις αρχαιότητες στην Ελλάδα και τα πρώτα μουσεία» (εκδόσεις Καπόν) συγκεντρώνει όλα τα ντοκουμέντα μιας ηρωικής εποχής.
«Οτε οι Τούρκοι εκυρίευσαν τας Αθήνας κατέστρεψαν όλους τους οίκους πλην εξήκοντα. Εις το ευρύ ερείπιον όλης της πόλεως περιερχόμενός τις τότε απήντει πλείστα τεμάχια επιγραφών και παντός άλλου είδους λείψανα της αρχαίας γλυπτικής και αρχιτεκτονικής. Ουδέ την δύναμιν, ουδέ τα μέσα είχον να σώσω ταύτα. Εζήτησα από την τότε εν Ναυπλίω διαμένουσαν Αρχήν να μοι δοθώσιν εκατόν Φοίνικες, όπως δι΄ ετούτων μετακομίσω εις ασφαλέστερα μέρη, ό,τι ήν δυνατόν, αλλά δεν εισηκούσθην, όθεν ενησχολήθην να αντιγράψω παν ό,τι εύρισκον και να σημειώσω ό,τι ήν άξιον σημειώσεως επ΄ ελπίδι ίνα συναθροίσω ταύτα εν αρμοδιωτέραις περιστάσεσιν».
Αυτά γράφει ο Κυριάκος Πιττάκης , ο οποίος το 1832 έγινε ο πρώτος διορισμένος επιστάτης αρχαιοτήτων. Γιατί μπορεί η Αθήνα να ήταν ακόμη ένα κατεστραμμένο χωριό- δεν ήταν καν η πρωτεύουσα της χώρας-, αλλά η μέριμνα για τις αρχαιότητες είχε προηγηθεί. Πού θα συγκεντρώνονταν όμως και πώς θα φυλάσσονταν τα αρχαία;
Η επιστράτευση
Η ανεύρεση κατάλληλων χώρων υπήρξε ό,τι δυσκολότερο. Εκκλησίες, σχολεία, δημαρχεία, δημόσια κτίρια αλλά κυρίως τα ίδια τα μνημεία επιστρατεύθηκαν. Η εκκλησία της Μεγάλης Παναγίας (του 11ου ή 12ου αιώνα, χτισμένη επάνω στα λείψανα της Βιβλιοθήκης του Αδριανού και σήμερα κατεδαφισμένη), το Θησείο, η Στοά του Αδριανού, ο Πύργος των Ανέμων, η εκκλησία της Παναγίας Γοργοεπηκόου, ο Αγιος Δημήτριος ο Κατηφόρης, οι «Γίγαντες» (στη θέση του Ωδείου του Αγρίππα), το «Βουλευτήριο» (έτσι ονομάζονταν τα λείψανα του τείχους νοτίως της Αρχαίας Αγοράς), η Στοά του Αττάλου, το Διονυσιακό θέατρο, το Ασκληπιείο, ο Κεραμεικός και, φυσικά, η Ακρόπολη γίνονται «μουσεία».
Ο Πιττάκης, συνειδητοποιώντας ότι πρέπει να τοποθετήσει τα αρχαία σε όσο το δυνατόν ασφαλέστερους χώρους, σχηματίζει την πρώτη αρχαιολογική συλλογή επάνω στην Ακρόπολη. Αρχικώς φυλάσσει τα αρχαία στον «προμαχώνα», που δεν ήταν τίποτε άλλο από τον μεσαιωνικό πύργο, ο οποίος όμως γρήγορα κατεδαφίστηκε, οπότε τα αρχαία μεταφέρθηκαν στο τζαμί του Παρθενώνα. Το 1858 ο ίδιος θα κατεδαφίσει μια θολωτή δεξαμενή στα δυτικά του ναού και εκεί θα βρει εντοιχισμένες επιγραφές, ψηφίσματα, ενεπίγραφα βάθρα αγαλμάτων και θραύσματα γλυπτών. Τα αρχαία έχουν φθάσει πια τις 3.700. Ετσι, νέα μετακίνηση επιβάλλεται στην πυριτιδαποθήκη ανατολικά του Ερεχθείου.
Ο τοίχος
Μεγάλος αριθμός μαρμάρων, εξάλλου, που βρίσκονταν σκόρπια επάνω στην Ακρόπολη, συγκεντρώνονται και «χτίζονται» σε έναν ιδιόμορφο τοίχο, ο οποίος θα κατεδαφιστεί πολύ αργότερα, το 1888, από τον αρχαιολόγο Παναγιώτη Καββαδία, ο οποίος θα μεταφέρει τα αρχαία στο Μικρό Μουσείο της Ακρόπολης, στο «μπελβεντέρε» και στον ελεύθερο χώρο μεταξύ των δύο μουσείων. Δύο άλλες συλλογές σχηματίζονται μετά τον καθαρισμό των μνημείων, αυτή τη φορά στα Προπύλαια- η μία στο κεντρικό τμήμα τους και η άλλη στην Πινακοθήκη.
Ο Παρθενώνας συνεχίζει να χρησιμοποιείται ως μουσείο περιλαμβάνοντας πλήθος αρχαιοτήτων. Στον ναό της Αθηνάς Νίκης συγκεντρώνονται τα αρχιτεκτονικά μέλη του μνημείου και οι ανάγλυφες πλάκες με τις Νίκες από το θωράκιο. Εξάλλου όσα αρχαία μάρμαρα βρίσκονται διάσπαρτα τοποθετούνται λόγω έλλειψης χώρου σε ξύλινα πλαίσια, αφού προηγουμένως στερεωθούν μεταξύ τους με γύψο και καρφιά.
Οι κλοπές
Μπορεί ο τρόπος αυτός να θεωρείται σήμερα αντιεπιστημονικός, ωστόσο για τα δεδομένα εκείνης της εποχής, αν μη τι άλλο προστάτευε τα αρχαία από κλοπές και φθορές. Το 1833, βρετανός ναύτης θα σπάσει ένα τμήμα μιας ανάγλυφης μορφής της ζωφόρου του Παρθενώνα, και δεν θα λείψουν, φυσικά, οι προσπάθειες κλοπών. Τα μέσα για τη διαφύλαξή τους ελάχιστα. Και ο Πιττάκης, μη έχοντας καμία άλλη δυνατότητα προστασίας τους, καταφεύγει στο ελάχιστο και πλέον απλοϊκό: αναποδογυρίζει τις επιγραφές και τα ανάγλυφα ή τα κρύβει κάτω από τα ερείπια, φθάνει μάλιστα να καλύψει το Ερεχθείο με πέτρες για να το διαφυλάξει από τους βανδαλισμούς.
Δύο φορές κινδύνευσαν από κλοπή τα αγγεία, τα χάλκινα αντικείμενα και τα άλλα έργα μικροτεχνίας που είχαν βρεθεί κατά τις ανασκαφές της Ακρόπολης και φυλάσσονταν σε ένα τούρκικο, ετοιμόρροπο σπίτι που βρισκόταν μπροστά από το Ερέχθειο. Είναι δε άξιο θαυμασμού πώς, από αυτό το χάος, κατέστη δυνατόν να προκύψει τάξη στα χρόνια που ακολούθησαν. Παρ΄ όλα αυτά, κάποιες ομοιότητες με τη σημερινή εποχή, όσον αφορά την έλλειψη χώρων συγκεκριμένα, μπορεί να τις διακρίνει κανείς. Αυτό το απέραντο μουσείο, που είναι η Ελλάδα, απαιτεί διαρκώς το καλύτερο.
tovima