Τετάρτη 21 Οκτωβρίου 2009

Ο Sid Ganis, εγγονός μεταναστών από τα Γιάννενα, στο τιμόνι της Ακαδημίας των Όσκαρ


Η Ακαδημία Κινηματογράφου για τους περισσότερους ανθρώπους είναι ένας απρόσωπος θεσμός, μία ομάδα ισχυρών του Χόλιγουντ που με την ψήφο τους τη βραδιά των Όσκαρ καθορίζουν ποια ταινία και ποιοι ηθοποιοί θα γίνουν μέρος της ιστορίας του θεάματος και της συλλογικής μας μνήμης.

«Δεν θέλω ο κόσμος να αντιλαμβάνεται την Ακαδημία ως έναν ελιτίστικο αμερικανικό θεσμό, αλλά ως μία παγκόσμια πολιτιστική οργάνωση», λέει ο Sid Ganis, ο οποίος τα τελευταία τέσσερα χρόνια είναι πρόεδρος της Ακαδημίας Κινηματογράφου. «Τα μέλη είναι όλα καλλιτέχνες», λέει, «αντικομφορμιστές και ευφάνταστοι άνθρωποι, οι οποίοι ψηφίζουν με πυξίδα την ιδιοσυγκρασία τους. Δεν υπάρχει μέσον ούτε εξυπηρετούνται άλλες σκοπιμότητες»...

Εγγονός μεταναστών από τα Γιάννενα με εβραϊκές καταβολές, ο Sid γεννήθηκε στο Μπρούκλιν το 1940, πολύ μακριά από τις αχανείς λεωφόρους του Λος Αντζελες. Η αγάπη του για το σινεμά τροφοδότησε μια λαμπρή καριέρα, μεταξύ άλλων ως πρόεδρος της Paramount Studios και επικεφαλής της Columbia, που είναι δύο από τα πιο ισχυρά στούντιο στον πλανήτη. Ξεκινώντας ως ηθοποιός στη Νέα Υόρκη, έπαιξε σε διάφορες ταινίες και θεατρικές παραγωγές, ενώ ως παραγωγός, ο Sid «κρύβεται» πίσω από τεράστιες εισπρακτικές επιτυχίες, όπως όλες οι ταινίες του Ανταμ Σάντλερ, το Akeelah and The Bee, αλλά και το Forest Gump, το οποίο έπεσε στα χέρια του ως βιβλίο και πείσθηκε ενστικτωδώς ότι ένα τέτοιο έργο «είχα χρέος να το φέρω στη μεγάλη οθόνη».

• Πιο Έλληνας από ποτέ

Οραματιστής, αυθόρμητος, απροσδόκητα απλός και προσιτός, ο Σιντ, ο οποίος νιώθει «πιο Έλληνας από ποτέ!», με υποδέχεται στο γραφείο του στη Sony. Εκεί περνάμε ένα απόγευμα συζητώντας γι’ αυτά τα μικρά χρυσά αγάλματα, για το εφηβικό του πάθος για την ηθοποιία που δεν λέει να την ξεχάσει και για το πόσο μακριά τελικά είναι η Καλιφόρνια.

– Πώς έτυχε ένας γιος μεταναστών από το Μπρούκλιν να γίνει πρόεδρος της Ακαδημίας; Στοχεύατε σε κάτι τέτοιο;

– Από μικρό με συνέπαιρνε η ιδέα του σινεμά και της σόουμπιζνες. Δεν ξέρω ακριβώς το γιατί, αλλά θυμάμαι τον εαυτό μου ως παιδί μπροστά στην τηλεόραση –κάτι το πολύ νεόφερτο για εκείνα τα χρόνια– να θέλω να γίνω μέρος αυτών που έβλεπα. Λίγα χρόνια αργότερα, στο γυμνάσιο, είχα την τύχη να έχω έναν δάσκαλο ο οποίος αγαπούσε το θέατρο και μας πήγαινε στο Μπρόντγουεϊ τις Τετάρτες. Ο ίδιος δάσκαλος μας πήγε μία μέρα και στο πιο γνωστό βεστιάριο εκείνης της εποχής στο Μανχάταν για να δούμε τα κουστούμια που φορούσαν οι ηθοποιοί στις αγαπημένες μας παραστάσεις. Η στιγμή που πήρα στα χέρια μου και φόρεσα ένα από αυτά τα κουστούμια ήταν καθοριστική για τη μετέπειτα εξέλιξή μου.

– Παρακολουθούσατε την τελετή απονομής των Όσκαρ στην παιδική σας ηλικία;

– Ναι. Τα έβλεπα στην ασπρόμαυρη τηλεόραση των γονιών μου. Θυμάμαι να καταλαβαίνω πόσο μεγάλη σημασία είχαν αυτά τα χρυσά αγαλματάκια και ταυτόχρονα να αναρωτιέμαι πόσο μακριά είναι η Καλιφόρνια και αν ποτέ θα ταξίδευα κι εγώ εκεί..

– Η πρώτη σας επαγγελματική επαφή με τον κόσμο του θεάματος έγινε μετά το λύκειο, όταν αρχίσατε να δουλεύετε ως βοηθός στην πιο σημαντική για την εποχή εταιρεία προώθησης ταλέντων της Ν. Υόρκης. Πώς ήταν εκείνη η εμπειρία;

– Ήταν μία αρκετά απαιτητική δουλειά κι επειδή ήμουν μικρός έκανα όλες τις δουλειές που δεν ήθελε να κάνει κανείς άλλος. Όπως το να τρέχω από θέατρο σε θέατρο μεταφέροντας μηνύματα και οδηγίες στους ηθοποιούς που ήταν πελάτες μας. Μία από αυτούς τους νέους ηθοποιούς που προωθούσαμε εκείνον τον καιρό ήταν η πρωτοεμφανιζόμενη Μπάρμπρα Στρέιζαντ, η οποία έγινε τελικά πολύ καλή μου φίλη. Η δουλειά αυτή με βοήθησε να μάθω και πώς να χειρίζομαι τα καπρίτσια των σταρ!

– Ακολούθησε μία πολύχρονη θητεία στην FOX, της οποίας πρόεδρος τότε ήταν ο Ελληνοαμερικανός Σπύρος Σκούρας. Πώς ήταν η πρώτη επαφή με τα στούντιο;

– Ο Σκούρας ήταν αυτός που μου έμαθε πολλά για το πώς λειτουργούν τα στούντιο και με προετοίμασε για τη μετέπειτα καριέρα μου. Όταν τον πρωτογνώρισα, με ρώτησε: «Ώστε είσαι Έλληνας;» κι εγώ του είπα: «Ναι». «Είσαι και Εβραίος;», με ξαναρώτησε. «Ναι», του απάντησα. Και με αυτή τη βαριά από τα τσιγάρα φωνή του μου είπε: «Μπράβο, παιδί μου! Έχεις τον χρυσό συνδυασμό!»

– Γίνατε φίλοι και συνεργάτες με τον Κόπολα πριν γίνει γνωστός. Τι εντύπωση σας έκανε αρχικά;

– Με τον Φράνσις γνωριστήκαμε στις αρχές της δεκαετίας του ’60, σε μία μικρή εταιρεία παραγωγής στη Νέα Υόρκη, όταν γύριζε την πρώτη του ταινία. Είχε ήδη γράψει το σενάριο για κάνα δυο ταινίες, αλλά αυτή ήταν η πρώτη ταινία που θα σκηνοθετούσε. Η πρώτη μου εντύπωση ήταν ότι είχα να κάνω με έναν άνθρωπο φανερά ταλαντούχο, δυναμικό και μεθοδικό. Αισθάνομαι πολύ τυχερός που τον γνώρισα στα πρώτα του σκηνοθετικά βήματα. Ο Κόπολα με σύστησε στον Λούκας κι αυτός στον Σπίλμπεργκ.

– Είναι αλήθεια ότι όταν συνεργαζόσασταν με τον Τζορτζ Λούκας και τον Στίβεν Σπίλμπεργκ, μοιάζατε τόσο πολύ που σας μπέρδευαν;

– Ναι! Είχαμε και οι τρεις ίδια ηλικία, ίδιο ύψος και ίδια σκούρα μαλλιά και μούσι! Θυμάμαι μία μέρα που ήμαστε και οι τρεις μαζί, ένας νεαρός με πλησίασε για αυτόγραφο, νομίζοντας ότι είμαι ο Σπίλμπεργκ. Τότε, ο ίδιος ο Σπίλμπεργκ, κάνοντας πλάκα, του είπε ότι το ζητάει από τον λάθος άνθρωπο και του έδειξε τον Λούκας ως τον πραγματικό Σπίλμπεργκ. Τελικά ο Λούκας, ο οποίος είναι και ο πιο ντροπαλός της παρέας, υπέγραψε το αυτόγραφο ως Σπίλμπεργκ!

• Πολύπλοκος κόσμος

– Έχετε υπάρξει διευθυντής σε μερικά από τα μεγαλύτερα στούντιο παγκοσμίως. Τι σας έχει διδάξει για το Χόλυγουντ και για τον κινηματογράφο αυτή η θητεία;

– Ότι το Χόλυγουντ είναι ένας κόσμος πολύπλοκος… Εννοώ ότι τα στούντιο βρίσκονται σε μόνιμο διχασμό μεταξύ τέχνης και χρήματος. Προσπαθούν να υπηρετήσουν και τα δύο ισότιμα, αλλά πολλές φορές το ένα πρέπει να θυσιαστεί για το άλλο. Και κατά κανόνα, αυτό που θυσιάζεται, δυστυχώς, είναι η τέχνη. Οι ισορροπίες μεταξύ των δύο είναι πολύ λεπτές και δεν διατηρούνται πάντα. Ναι μεν η τέχνη είναι αυτό που υπηρετούμε κι αυτό στο οποίο πιστεύουμε, αλλά όταν δουλεύεις σε ένα στούντιο, το κάθε δολάριο μετράει. Είναι κρίμα γιατί από το μπάτζετ μιας ταινίας εξαρτάται το όραμα του δημιουργού της. Από την πλευρά τους τα στούντιο θέλουν να τοποθετήσουν τα χρήματά τους σε ό, τι φαίνεται ως η πιο ασφαλής και προσοδοφόρα επένδυση. Αυτό είναι κάτι το οποίο πάντα ήξερα, αλλά με τα χρόνια γίνεται όλο και πιο φανερό.

– Ποια ήταν η πρώτη σας αντίδραση μόλις πληροφορηθήκατε την εκλογή σας ως προέδρου της Ακαδημίας;

– Σοκαρίστηκα! Είπα στον εαυτό μου: «Ποιος; Εγώ;» … Δεν το πίστευα. Ίσως λόγω καταγωγής, λόγω της γειτονιάς όπου μεγάλωσα, λόγω της εβραϊκότητας ή της ελληνικότητάς μου, αλλά μου φαινόταν περίεργο που –όπως είπες πριν– ένα αγόρι από το Μπρούκλιν κατάφερε κάτι τέτοιο! Τώρα που λήγει η θητεία μου, συνειδητοποιώ ότι τα τελευταία αυτά τέσσερα χρόνια ήταν και από τα πιο παραγωγικά της ζωής μου. Τι ωραία να κοιτάζω πίσω και να μπορώ να λέω στον εαυτό μου ότι απ’ όλες τις διαφορετικές τροπές που μπορεί να πάρει η ζωή ενός ανθρώπου, η δική μου πήρε αυτήν που με έκανε πρόεδρο της Ακαδημίας! Με συγκινεί...

• Οι ευθύνες

– Ποιες ήταν οι βασικές σας ευθύνες ως πρόεδρος της Ακαδημίας και διοργανωτής των βραβείων Όσκαρ;

– Μπορεί να ακουστεί γενικό, αλλά η βασική μου ευθύνη είναι η διάδοση της κινηματογραφικής τέχνης. Φαντάσου το σαν να κάνω δημόσιες σχέσεις και ο πελάτης μου να είναι το σινεμά! Το να διαδώσω πόσο σημαντικός είναι ο κινηματογράφος όχι ως βιομηχανία, αλλά ως τέχνη, ως κουλτούρα και ως διασκέδαση. Οι προσπάθειές μου αυτές κορυφώνονται και εκδηλώνονται στο ευρύ κοινό τη βραδιά των Όσκαρ. Στην πράξη, είμαι ο βασικός διοργανωτής της βραδιάς, αυτός τον οποίο συμβουλεύονται όλοι πριν πάρουν κάποια απόφαση.

– Αληθεύει ότι σιγά σιγά τα Όσκαρ θα αναμεταδίδονται ζωντανά και από το Ιντερνέτ;

– Ναι, θα συμβεί και αυτό στο άμεσο μέλλον. Αν με ρωτούσες πριν από τέσσερα χρόνια, θα σου έλεγα ότι η Ακαδημία είναι τελείως εναντίον του Ιντερνέτ γιατί τα Όσκαρ είναι ένας θεσμός τον οποίον διαφυλάσσουμε από τις υπερβολικές επαναλήψεις – κάτι που είναι αναπόφευκτο με το Ιντερνέτ. Αλλά οι καιροί αλλάζουν.

– Νιώθετε την ίδια άνεση μπροστά και πίσω από τις κάμερες;

– Ναι! Μου λείπει πολύ η ηθοποιία και ήθελα να είχα περισσότερο χρόνο ώστε να έπαιζα παραπάνω… Μερικές φορές αναρωτιέμαι αν είναι περίεργο το πόσο ακόμα μου αρέσει να υποδύομαι κάποιο ρόλο στην ηλικία μου, αλλά μετά λέω στον εαυτό μου ότι αυτό το πάθος κρατάει την καρδιά μου νέα! Αναρωτιέμαι αν οι άνθρωποι γύρω μου νιώθουν αυτήν την όρεξη που έχω ακόμα… (γελάει) Τι λες;

– Η αλήθεια είναι ότι το πάθος σας είναι εμφανές...

– Σε ευχαριστώ πολύ γι’ αυτό.

«Έχω πίστη στους Έλληνες»

– Ποια είναι η εντύπωσή σας για τον σύγχρονο ελληνικό κινηματογράφο;

– Νομίζω ότι είναι ένα είδος υπό ανάπτυξη. Ή τουλάχιστον έτσι θα ήθελα να πιστεύω. Στο ελληνικό φεστιβάλ του Λος Άντζελες έχω δει μερικές ελληνικές ταινίες, οι οποίες έχουν γίνει με αρκετό κέφι και πρωτοποριακή διάθεση. Θα ήθελα οι Έλληνες καλλιτέχνες να σκέφτονται σε πιο παγκόσμια κλίμακα. Έχω αρκετή πίστη σε αυτούς.

– Υπάρχει μία συνταγή επιτυχίας στο Χόλυγουντ;

– Να έχει κάποιος απόλυτη εμπιστοσύνη στο ταλέντο του, να μην παίρνει την απόρριψη προσωπικά και να αναπτύξει μία έκτη αίσθηση για το πώς λειτουργεί αυτή η ιδιόρρυθμη πόλη.

– Πώς έχει αλλάξει η βιομηχανία κινηματογράφου τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες;

– Τα στούντιο λειτουργούν με ακριβώς τον ίδιο τρόπο που λειτουργούσαν και τότε. Η βασική διαφορά είναι τα αστρονομικά ποσά που πληρώνονται πλέον οι ηθοποιοί, κάτι το οποίο έχει βέβαια αλλάξει με την πρόσφατη οικονομική κρίση, αν και εξακολουθούν να είναι... αστρονομικά! Μία άλλη σημαντική διαφορά είναι ότι τα στούντιο δεν είναι πλέον διατεθειμένα να χρηματοδοτήσουν μία ιδέα αν δεν είναι τελείως σίγουρα ότι θα τους αποφέρει τεράστιο οικονομικό κέρδος. Δεν υπάρχει η φαντασία και το ρίσκο που υπήρχε.

kathimerni